- σινφόνια
- η, Ν1. μουσ. κάθε είδος ορχηστρικής μουσικής συμφωνικής σύνθεσης2. φρ. «σινφόνια κοντσερτάντε»μουσ. συμφωνία που χρησιμοποιούσε δύο ή περισσότερα όργανα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. sinfonia < λατ. symphonia < συμφωνία].
Dictionary of Greek. 2013.